- μελιό
- τοβλ. μελιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
μέλεγος — και μέλεος και μελιγός και μελιός, ο, και μελιό, το (Μ μελεός και μελιός, ὁ) το φυτό μελία ή φράξο, φράξινο ή φλαμουριά («κι η βελανιδιά κι ο μέλεγος κι ο νερόχαρος λωτός», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μελιός — Κοινή ονομασία του είδους Fraxinus ornus, της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό και με τις ονομασίες μέλεγος ή φράξος. Πρόκειται για μικρό φυλλοβόλο δέντρο, ύψους έως 15 μ. Τα λευκά του άνθη είναι εύοσμα και οργανώνονται σε… … Dictionary of Greek
φλαμουριά — η 1. το δέντρο «φιλύρα», το φλαμούρι. 2. το δέντρο «μελία», ο μελιάς, το μελιό, ο φράξος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)